- γιαχνίζω
- γιάχνισα, γιαχνίστηκα, γιαχνισμένος, φτιάχνω φαγητό γιαχνί: Γιαχνίζω κρέας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γιαχνίζω — μαγειρεύω γιαχνί … Dictionary of Greek
εξαχνίζω — και ξαχνίζω (Α ἐξαχνίζω) 1. μετατρέπω στερεό σώμα σε αχνό 2. αποχωρίζω την άχνη 3. (για ζεστό ρόφημα) φυσώ τους αχνούς για να κρυώσει γρηγορότερα 4. γιαχνίζω* αρχ. καλύπτω με αχνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + άχνη, κατά τα σε ίζω] … Dictionary of Greek
εξαχνώνω — εξάχνωσα, εξαχνώθηκα, εξαχνωμένος, και (ε)ξαχνίζω μτβ. 1. υποβάλλω σε εξάχνωση (βλ. λ.). 2. αποχωρίζω την άχνη (βλ. λ.) από κάποιο σώμα. 3. φυσώ τους αχνούς (ατμούς) ζεστού ποτού ή φαγητού για να το κρυώσω. 4. γιαχνίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)